κιρσουλκία
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
ἡ, removal of a varicocele, ib.45.18.30.
Greek Monolingual
κιρσουλκία, ἡ (Α) κιρσουλκώ
εγχείρηση κιρσών.