ἐγχρώζω

From LSJ
Revision as of 13:42, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

German (Pape)

[Seite 714] = Folgdm, übertr. νόμον ἐν τοῖς ἄθεσι καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασι τῶν πολιτῶν ἐγχρώζεσθαι δεῖ Archyt. Stob. fl. 43, 134.

Greek Monolingual

ἐγχρῴζω και ἐγχρωννύω και ἐγχρώννυμι (Α)
1. χρίω
2. (το παθ.) ἐγχρῴζομαι
α) χρωματίζομαι, γίνομαι ανεξίτηλο χρώμα
β) συνδέομαι στερεά.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχρώζω: и ἐγχρώννῡμι
1) окрашивать (ἡ λευκότης ἐγκέχρωσταί τινι Arst.);
2) запечатлевать, проникать, pass. укореняться (πάθος ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Arst.).