δηθύνω
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
pres. and impf. only, Ep. subj.
A δηθύνῃσθα Od.12.121: (δηθά):—tarry, delay, Il.6.503, AP5.222.6 (Maced.); of disease, to be prolonged, Aret.SD1.2; δ. οὔασι to be slow of hearing, Orph.L. 467.
German (Pape)
[Seite 559] entstanden aus δηθυνίω, verwandt δηθά, = lange verweilen, zögern, zaudern; Homer. Iliad. 1, 27 δηθύνοντα; 6, 519 δηθύνων; Odyss. 12, 121 ἢν γὰρ δηθύνῃσθα κορυσσόμενος παρὰ πέτρῃ; Iliad. 6, 503 οὐδὲ Πάρις δήθυνεν ἐν ὑψηλοῖσι δόμοισιν, ἀλλ' ὅ γ' ἐπεὶ κατέδυ τεύχεα, σεύατ' ἔπειτ' ἀνὰ ἄστυ, ποσὶ κραιπνοῖσι πεποιθώς; Odyss. 17, 278 μηδὲ σὺ δηθύνειν, Homerisch infinitiv. anstatt des imperativ. – Ap. Rhod. 2, 75. 985.