productive
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Fertile P. and V. ἔγκαρπος (Plat.), εὔκαρπος (Plat.), πάμφορος (Plat.), Ar. and P. πολύκαρπος (Plat.), πολυφόρος (Plat.), καρποφόρος (Xen.), Ar. also V κάρπιμος, πολύσπορος, V. καλλίκαρπος. Making fruits grow: V. καρποποιός (Eur., Rhes.). Of animals: P. γόνιμος, V. φυτάλμιος, γενέθλιος. Productive of, cause of: P. and V. αἴτιος. Be productive of: use produce, v.