κάρπιμος
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
κάρπιμον, fruit-bearing, fruitful, θέρος A.Pr.455; στάχυς, πέδον, E.Supp.31, Or.1086; καρπίμους ἐτῶν κύκλους Id.Hel.112; μυρρίναι Ar.Pax1154; κισσοῦ κλάδοι Alex. 119.5; ξύλον LXX Ge.1.11; κάρπιμα πρῷα early crops, Ar.V.264; θερίσαι κάρπιμα to reap the fruits, CIG4310.15 (Limyra), cf. PSI4.292.13 (iii A.D.); κ. (ἀγαθά) property that yields a produce, opp. ἀπολαυστικά, Arist.Rh.1361a17; opp. ἄκαρπα, Id.EN1125a12: metaph., ἀμέλγεις τῶν ξένων τοὺς κ. from whom money can be wrung, Ar.Eq. 326.
German (Pape)
[Seite 1328] fruchtbringend; θέρος Aesch. Prom. 453; πέδον Eur. Or. 1086; στάχυς Suppl. 31; ἑπτὰ καρπίμους ἐτῶν κύκλους Hel. 111; τὰ κάρπιμα, Fruchtbäume, oder allgemeiner die Feldfrüchte, Ar. Vesp. 264; übertr., ἀμέλγεις τῶν ξένων τοὺς καρπίμους, d. i. die reichen, Equ. 326. In Prosa, Theophr., Gegensatz von ἄκαρπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des fruits, fertile.
Étymologie: καρπός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρπιμος -ον [καρπός] vruchtdragend:; τῶν καρπίμων πρῷα vroege vruchten Aristoph. Ve. 264; overdr. winstgevend:; ἔστι δὲ χρήσιμα μὲν μᾶλλον τὰ κάρπιμα nuttig is vooral wat winstgevend is Aristot. Rh. 1361a17; rijk:. ἀμέλγεις τῶν ξένων τοὺς καρπίμους jij melkt de rijken onder de vreemdelingen uit Aristoph. Eq. 326.
Russian (Dvoretsky)
κάρπῐμος:
1 плодоносный, плодородный (θέρος Aesch.; πέδον, ἐτῶν κύκλοι Eur.);
2 пышный, тучный (στάχυς Eur.);
3 богатый, имущий (ξένοι Arph.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κάρπιμος -ον)
1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.)
2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.)
αρχ.
1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κάρπιμα
α) τα καρποφόρα δένδρα
β) οι σιτοφόροι αγροί
3. φρ. «κάρπιμα πρῷα» — πρώιμοι καρποί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ιμος (πρβλ. γνώριμος, πλόιμος)].
Greek Monotonic
κάρπιμος: -ον, αυτός που έχει καρπούς, καρποφόρος, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· κάρπιμα, τά, καρποφόρα δέντρα ή σιτοφόροι αγροί, σιτοβολώνες, σε Αριστοφ.· κάρπιμα ἀγαθά, κτήματα προσοδοφόρα, αντίθ. προς το ἄκαρπα, σε Αριστ.· μεταφ., τῶν ξένων τοὺς κ., αρμέγεις τους πλούσιους ξένους αποσπώντας τους χρήματα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κάρπιμος: -ον, φέρων καρπόν, καρποφόρος, εὔκαρπος, καρπίμου θέρους Αἰσχύλ. Πρ. 455· μήθ᾽ αἷμά μου δέξαιτο κάρπιμον πέδον Εὐρ. Ὀρ. 1086· κάρπιμος στάχυς Ἱκέτ. 31· καρπίμους ἐτῶν κύκλους ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 112· μυρρίναι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1154· καρπίμοις κισσοῦ κλάδοις ἔστεψα Ἄλεξ. ἐν «Κύκνῳ» 1· - τὰ κάρπιμα, τὰ καρποφόρα δένδρα ἢ οἱ σιτοφόροι ἀγροί, Ἀριστοφ. Σφ. 264· θερίσαι κάρπιμα Συλλ. Ἐπιγρ. 4310. 15· κάρπιμα ἀγαθά, κτήματα προσοδοφόρα, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἄκαρπα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 7, πρβλ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 33· - μεταφ., ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους, «ἀρμέγεις», «βυζάνεις» τοὺς εὐπόρους τῶν ξένων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 326.
Middle Liddell
κάρπιμος, ον
fruit-bearing, fruitful, Aesch., Eur., etc.:— κάρπιμα, τά, fruit-trees or corn-fields, Ar.; κάρπιμα ἀγαθά property that yields a produce, opp. to ἄκαρπα, Arist.:—metaph., τῶν ξένων τοὺς κ. rich foreigners from whom money can be wrung, Ar.
Translations
fruitful
Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний
fertile
Arabic: خَصِب; Asturian: fértil; Azerbaijani: münbit, məhsuldar, bərəkətli; Basque: emankor; Breton: strujus; Bulgarian: плодороден; Catalan: fèrtil; Chinese Mandarin: 肥沃; Czech: úrodný; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Finnish: viljava, hedelmällinen; French: fertile; Galician: fértil; Georgian: ნოყიერი; German: fruchtbar, geil; Ancient Greek: γόνιμος; Hindi: उपजाऊ; Hungarian: termékeny; Ido: fertila; Indonesian: subur; Irish: torthúil, méiniúil, arúil, méith; Japanese: 肥沃な; Korean: 걸다, 비옥(肥沃)하다; Kurdish Central Kurdish: بەپیت; Latin: ferax, fecundus, fertilis; Latvian: auglīgs, ražīgs; Lithuanian: derlingas; Malay: subur; Maori: haumako, mōmona; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Old English: wæstmbǣre; Persian: حاصلخیز; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: żyzny; Portuguese: fértil; Russian: плодородный; Slovene: ploden, plodovit; Spanish: fértil, feraz; Swedish: bördig; Thai: อุดมสมบูรณ์, อุดม, สมบูรณ์; Turkish: verimli, bitek, mahsuldar, feyyaz, gür; Urdu: زرخیز; Vietnamese: màu mỡ; Yiddish: פֿרוכטבאַר; Zazaki: mexel, xesad