καλοκἀγαθικῶς
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
French (Bailly abrégé)
adv.
avec une probité scrupuleuse.
Étymologie: καλοκἀγαθικός.
Russian (Dvoretsky)
καλοκἀγᾰθικῶς: честно, порядочно, благородно (κ. καὶ γενναίως Plut.).