ἡδυντικός

From LSJ
Revision as of 20:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυντικός Medium diacritics: ἡδυντικός Low diacritics: ηδυντικός Capitals: ΗΔΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēdyntikós Transliteration B: hēdyntikos Transliteration C: idyntikos Beta Code: h(duntiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for seasoning, Arist.Pr.923a29. II -κή τέχνη an art of seasoning, Pl.Sph. 223a.

German (Pape)

[Seite 1153] angenehm, schmackhaft machend, würzend, Plat. Soph. 223 a.

Russian (Dvoretsky)

ἡδυντικός: улучшающий вкус, услаждающий (τέχνη Plat.): τὰ ἡδυντικά Arst. вкусовые приправы.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυντικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἥδυνσιν, ποιῶν τι νόστιμον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 6. ΙΙ. ἡ ἡδυντική (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ καρυκεύειν, Πλάτ. Σοφ. 223Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἡδυντικός, -ή, -όν) ηδύνω
αυτός που κάνει κάτι γλυκό και νόστιμο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ηδυντικά
τα καρυκεύματα
αρχ.
1. αυτός που δίνει ευχαρίστηση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡδυντική
η τέχνη της καρυκεύσεως.