καταχραίνομαι

From LSJ
Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

French (Bailly abrégé)

barbouiller.
Étymologie: κατά, χραίνω.

Greek Monotonic

καταχραίνομαι: αποθ., ραντίζω, πασπαλίζω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταχραίνομαι: обрызгивать, окроплять (γάλακτι Anth.).

Middle Liddell

Dep. to besprinkle, Anth.

German (Pape)

besprengen, Leon.Tar. (VII.657) γάλακτι.