δυσκαταγώνιστος

From LSJ
Revision as of 15:30, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκατᾰγώνιστος Medium diacritics: δυσκαταγώνιστος Low diacritics: δυσκαταγώνιστος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΓΩΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskatagṓnistos Transliteration B: dyskatagōnistos Transliteration C: dyskatagonistos Beta Code: duskatagw/nistos

English (LSJ)

ον, A hard to overcome, Plb.15.15.8, D.H.3.7; hard to refute, Id.Rh.8.3; τὸ δ. impregnability, Corn.ND20.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu bekämpfen, Pol. 15, 15 u. Sp. Bei Rhet. = schwer zu widerlegen.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατᾰγώνιστος: -ον, ὃν δυσκόλως καταγωνίζεταί τις, δυσκατάβλητος, Πολύβ. 15. 15, 8, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de derrotar del ejército romano, Plb.15.15.8, cf. App.BC 4.137, Basil.M.31.508C, τοῖς διὰ τὸ μέγεθος δυσκαταγωνίστοις (ἰχθύσι) D.S.3.15, cf. 37, de los persas, Sch.A.Pers.1013aM., de Gerión, Sch.Ar.Ach.1082c
neutr. subst. τὸ δ. cualidad de inexpugnable Corn.ND 20.
2 fig. difícil de dominar, rebelde de pers. οἱ μεμηνότες ... τῇ θεραπείᾳ δυσκαταγώνιστοι los locos ... rebeldes al tratamiento Luc.Abd.17, cf. Vett.Val.236.3
de abstr. difícil de superar o vencer ἰσχύς D.H.3.7, καιροί Vett.Val.263.24, ἆθλον Gr.Nyss.Hom.in Eccl.368.16, πόλεμος Lib.Eth.12.2, αἱ τῆς φύσεως ὁρμαί Them.Or.8.120a, δυσκαταγωνιστότερον δὲ φυλακτήριον εὔνοια φόβου la benevolencia es protección más invencible que el miedo Them.Or.19.231d, νόσος Pall.in Hp.165
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de superar Gal.8.689
ret. difícil de refutar op. εὐδιάλυτος D.H.Rh.8.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσκαταγώνιστος, -ον)
αυτός που δύσκολα καταβάλλεσαι σε αγώνα
αρχ.
(για επιχείρημα) αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαταγώνιστος: трудно одолимый (δύσμαχος καὶ δ. Polyb.; τῇ βίᾳ Diod.).