διαθηριόω
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
strengthened for θηριόω, Plu.2.33ob.
German (Pape)
[Seite 578] ganz wild, zornig machen, Plut. de Alex. fort. 1, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
Pass. prés. 3ᵉ sg. διαθηριοῦται;
rendre tout à fait sauvage.
Étymologie: διά, θηρίον.
Greek (Liddell-Scott)
διαθηριόω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ θηριόω, Πλούτ. 2. 330Β.
Russian (Dvoretsky)
διαθηριόω: приводить в ярость (ὑπὸ τῶν χρωμάτων τούτων τὰ ζῷα διαθηριοῦται Plut.).