κάτοικτος
From LSJ
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
Full diacritics: κάτοικτος | Medium diacritics: κάτοικτος | Low diacritics: κάτοικτος | Capitals: ΚΑΤΟΙΚΤΟΣ |
Transliteration A: kátoiktos | Transliteration B: katoiktos | Transliteration C: katoiktos | Beta Code: ka/toiktos |
ον, pitiable, prob. for κάτοικος, A.Ag. 1286.
κάτοικτος, -ον (Α)
άξιος οίκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οικτος (< οἶκτος), πρβλ. δύσοικτος, έποικτος].
κάτοικτος: достойный сострадания Aesch.
κάτ-οικτος -ον meelijwekkend.