κάτοικτος
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
English (LSJ)
κάτοικτον, pitiable, prob. for κάτοικος, A.Ag. 1286.
Greek Monolingual
κάτοικτος, -ον (Α)
άξιος οίκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οικτος (< οἶκτος), πρβλ. δύσοικτος, έποικτος].
Russian (Dvoretsky)
κάτοικτος: достойный сострадания Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτ-οικτος -ον meelijwekkend.