διπλασιόπλευρος

From LSJ
Revision as of 22:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλᾰσιόπλευρος Medium diacritics: διπλασιόπλευρος Low diacritics: διπλασιόπλευρος Capitals: ΔΙΠΛΑΣΙΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: diplasiópleuros Transliteration B: diplasiopleuros Transliteration C: diplasioplevros Beta Code: diplasio/pleuros

English (LSJ)

ον, with two sides twice as long as the other two, κλίνη Arist.Mech.856a39.

Greek (Liddell-Scott)

διπλᾰσιόπλευρος: -ον, ἔχων δύο πλευράς, διπλασίας τῶν δύο ἄλλων, Ἀριστ. Μηχαν. 25, 1.

Spanish (DGE)

-ον
dos de cuyos lados son dos veces más largos que los otros dos κλίναι Arist.Mech.856b1, 5.

Greek Monolingual

διπλασιόπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο μήκος από τις άλλες δύο.

Russian (Dvoretsky)

διπλᾰσιόπλευρος: имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).