παλιμφυής
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ές, growing again, of the hydra, Luc.Am.2.
German (Pape)
[Seite 449] ές, wieder wachsend; κάρηνα Λέρνης τῆς παλιμφυοῦς Luc. amor. 2; Nonn., wieder belebt.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμφυής: -ές, ὁ πάλιν φυόμενος, ἀναγεννώμενος, ἐπὶ τῆς Ὕδρας, Λουκ. Ἔρωτ. 2, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 148.
Greek Monolingual
παλιμφυής, -ές (Α)
(για το κεφάλι της Λερναίας Ύδρας) αυτός που γεννιέται εκ νέου, αναγεννώμενος, αναφυόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ευ-φυής].
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμφυής: вновь отрастающий (ὕδρα Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιμφυής -ές [πάλιν, φύω] opnieuw groeiend.