πηρομελής
From LSJ
English (LSJ)
ές, disabled in the limbs, maimed, Epigr. ap. D.L.5.40.
German (Pape)
[Seite 611] ές, an den Gliedern gelähmt, verstümmelt, D. L. 5, 40, im Ggstz von ἄπηρος.
Greek (Liddell-Scott)
πηρομελής: -ές, ὁ ἔχων τὰ μέλη πεπληρωμένα, βεβλαμμένος, ἠκρωτηριασμένος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 40.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει πηρομέλεια, δυσμορφία ενός μέλους του σώματος
αρχ.
αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + -μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο-μελής, περισσο-μελής].
Russian (Dvoretsky)
πηρομελής: увечный Diog. L.