πεντετριαζόμενος
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
French (Bailly abrégé)
η, ον :
vaincu cinq fois.
Étymologie: πέντε, τριάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
πεντετριαζόμενος: пятикратно побеждаемый или побежденный Anth.