ἀναπόλυτος
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
ον, not able to get loose, sessile, Arist.HA599a15. Adv. -τως Gal.12.8.
German (Pape)
[Seite 203] nicht aufgelös't, unauflöslich, Arist. B. A. 8, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόλῠτος: -ον, ὁ μὴ ἀπολελυμένος, ὁ μὴ δυνάμενος ν’ ἀπολυθῇ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 13. 15. ― Ἐπίρρ. -τως Γαλην. τόμ. 13, σ. 183.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede separarse, fijo de unos moluscos que viven adheridos a la roca, Arist.HA 599a15.
2 adv. -ως fija, tenazmente τοῖς ὠσὶν ἐμπλάττεται ἀναπολύτως se adhiere fijamente a los oídos Gal.12.8.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπόλῠτος: нерастворимый Arst.