ἀντικοσμέω

From LSJ
Revision as of 10:55, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικοσμέω Medium diacritics: ἀντικοσμέω Low diacritics: αντικοσμέω Capitals: ΑΝΤΙΚΟΣΜΕΩ
Transliteration A: antikosméō Transliteration B: antikosmeō Transliteration C: antikosmeo Beta Code: a)ntikosme/w

English (LSJ)

A arrange in turn, Plu.2.813d. 2 adorn in turn, ib.828a:—Pass., Aristid. Or.25 (43).33:—Subst. ἀντικόσμ-ησις, εως, ἡ, Suid.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen, ebenfalls schmücken, Plut. reip. ger. praec. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικοσμέω: κοσμούμενος αὐτὸς κοσμῶ ἄλλον, δίκαιον γάρ, ὑπὸ τῶν μειζόνων κοσμουμένους ἀρχῶν, ἀντικοσμεῖν τὰς ἐλάττονας, ἐπὶ τῶν κατεχόντων μέγα ἀξίωμα ἐν τῇ πολιτείᾳ καὶ ἔπειτα δεχομένων κατώτερον, Πλούτ. 2. 813D, κτλ.: - τὸ οὐσιαστ. -κόσμησις, ἡ, «ἀντιπαράτορα, ἀντικόσμησις, ἢ ἄλλη εὐπρέπεια· παρᾶτον γὰρ ἡ παρασκευὴ παρὰ Ρωμαίοις» Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
orner à son tour ou en échange.
Étymologie: ἀντί, κοσμέω.

Spanish (DGE)

1 organizar a su vez τὰς ἐλάττονας (ἀρχάς) Plu.2.813c.
2 adornar a su vez τὴν ... τράπεζαν ... τοῖς κεραμεοῖς Plu.2.828a
pas. fig. κοσμοῦντες γὰρ τὴν πόλιν τοῖς ἑαυτῶν ἔργοις ἀντεκοσμοῦντο τῇ μνήμῃ Aristid.Or.25.33.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικοσμέω: украшать в свою очередь (τι Plut.).