ἀδειμάντως
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
French (Bailly abrégé)
adv.
sans crainte.
Étymologie: ἀδείμαντος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδειμάντως: без страха Aesch.