λαβρώνιον

From LSJ
Revision as of 09:56, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαβρώνιον Medium diacritics: λαβρώνιον Low diacritics: λαβρώνιον Capitals: ΛΑΒΡΩΝΙΟΝ
Transliteration A: labrṓnion Transliteration B: labrōnion Transliteration C: lavronion Beta Code: labrw/nion

English (LSJ)

τό, = λαβρώνιος.

German (Pape)

[Seite 2] τό, = Vorigem, Men. bei Ath. a. a. O. im plur.; vgl. Suid. u. Meincke Men. 14.

Greek Monolingual

λαβρώνιον, τὸ, και λαβρώνιος, ὁ (AM)
είδος μεγάλου και πλατιού περσικού ποτηριού που είχε μεγάλες λαβές στολισμένες με ανάγλυφα ή και με πολύτιμους λίθους («ἔνδον ἔστ', ἄνδρες ποτηρίδια..., τραγέλαφοι, λαβρώνια», Μεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με την λ. λαβρότης, πιθ. όμως να είναι δάνειο από την Περσική].

Russian (Dvoretsky)

λαβρώνιον: τό и λαβρώνιος ὁ чаша, кубок Men.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: a large wide cup
Other forms: -ιος m. (Men., Diph., H.), -ία f. (Eust.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Ath. 11, 484 c ἐκπώματος Περσικοῦ εἶδος ἀπὸ τῆς ἐν τῳ̃ πίνειν λαβρότητος ώνομασμένον; folketymology?

Frisk Etymology German

λαβρώνιον: {labrṓnion}
Forms: -ιος m. (Men., Diph., H.), -ία f. (Eust.)
Grammar: n.,
Meaning: N. eines Trinkgefäßes mit Henkel.
Etymology: Nach Ath. 11, 484 c ἐκπώματος Περσικοῦ εἶδος ἀπὸ τῆς ἐν τῳ̃ πίνειν λαβρότητος ώνομασμένον; somit volksetymologisch zurechtgelegtes Fremdwort?
Page 2,67