ἐκπελεκάω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
hew, cut away with an axe, IG2.1054b9, Thphr.HP9.2.7, IG11(2).144A64 (Delos, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 771] mit dem Beile aus-, abhauen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπελεκάω: ἐκτέμνω διὰ τοῦ πελέκεως, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 2, 7.
Spanish (DGE)
1 descortezar, entallar con hacha, sangrar el tronco de árboles resinosos, Thphr.HP 9.2.7.
2 hachear, desbastar, escuadrar piezas de madera o bloques de piedra τὸμ φοίνικα κατακόψαντι εἰς δοκοὺς καὶ ἐκπελεκήσαντι IG 11(2).144A.64 (IV a.C.), λίθους τεμε[ῖν τῆ] ς Ἐλευσινιακῆς πέτρας ... καὶ ἐκπελεκῆσαι ἄπεργον [ἔχο] ντας ὀρθοὺς πανταχεῖ IG 22.1666B.76, cf. A.10 (Eleusis IV a.C.).