διμοιραῖος
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
English (LSJ)
A Glossaria on διμοιρίτης, Hsch.
II δ. τόκος interest at two-thirds of the legal maximum, Just.Nov.136.4, PMasp.126.23 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): διμοιριαῖος Vett.Val.268.15, Apollod.Poliorc.162.7, Io.Mal.Chron.11.277
• Grafía: graf. -εῖος SB 12139.2.6 (II/III d.C.), -ιεος PMasp.126.42, 50 (VI d.C.)
1 doble χρόνοι Vett.Val.l.c., ἐκ διμυρείου (sic) μέρους SB l.c., σιτηρέσια διμοιραῖα raciones dobles para el trabajo nocturno SEG 8.355 (Egipto VI d.C.), glos. a διμοιρίτης Hsch.δ 1851.
2 de dos tercios μῆκος Apollod.l.c., μὴ περαιτέρω τοὺς ἀργύρου τραπέζης προεστῶτας διμοιραίου τόκου δανείζειν Iust.Nou.136.4, cf. PMasp.ll.cc.
•de la estatura algo más baja de lo normal en descripciones de emperadores, Io.Mal.l.c., M.97.393A.