ἀτερηδόνιστος
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ον, not worm-eaten, Dsc.1.16.
German (Pape)
[Seite 385] nicht wurmstichig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτερηδόνιστος: -ον, ὁ μὴ σκωληκόβροτος, Διοσκ. 1. 15.
Spanish (DGE)
-ον no carcomido Dsc.1.16.