Τυρσηνός

From LSJ
Revision as of 10:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τυρσηνός Medium diacritics: Τυρσηνός Low diacritics: Τυρσηνός Capitals: ΤΥΡΣΗΝΟΣ
Transliteration A: Tyrsēnós Transliteration B: Tyrsēnos Transliteration C: Tyrsinos Beta Code: *turshno/s

English (LSJ)

ή, όν, Ion. for Att. Τυρρηνός; Dor. Τυρσᾱνός Pi.P.1.72, SIG14 (Delph., vi/v B. C.), also Τυρρᾱνός (v. infr.):—Tyrrhenian, Etruscan, h.Hom.7.8, Hes.Th.1016, E.Med.1359, etc.; τῷ Δὶ Τυράν' ἀπὸ Κύμας SIG35 (Olympia, V B.C.), cf. Τυρρανοί ib. 24 (Delph.):— the people were Τυρσηνοί, Τυρρηνοί, Hdt.1.57, etc.; Τ. Πελασγοί S.Fr.270 (anap.):—Adj. Τυρσηνικός, ή, όν, σάλπιγξ, κώδων, A.Eu. 567, S.Aj.17; cf. κηρός 1.3: also fem. Τυρσηνίς, ίδος, Σκύλλα E. Med.1342.

Greek (Liddell-Scott)

Τυρσηνός: -ή, -όν, Ἰων. καὶ ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ Τυρρηνός, ὁ ἐκ Τυρρηνίας ἢ Ἐτρουρίας, ἄνδρες... Τυρσηνοὶ Ὕμν. Ὁμ. 7. 8· Ἡσ. Θεογ. 1015, Πίνδ., Ἡρόδ., Τραγικ., κλπ.· ― οἱ κάτοικοι ἐκαλοῦντο Τυρσηνοί, Τυρρηνοί, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 448, Εὐρ. κλπ.· Τ. Πελασγοὶ Σοφ. Ἀποσπ. 256· ― ὡσαύτως, Τυρσηνικός, ή, όν, Τ. σάλπιγξ Αἰσχύλ. Εὐμ. 567, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 17· σανδάλια Τυρρηνικὰ Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 10.

French (Bailly abrégé)

c. Τυρρηνός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ιων. τ. βλ. Τυρρηνός.

Greek Monotonic

Τυρσηνός: -ή, -όν, Ιων. και αρχ. Αττ. αντί Τυρρηνός, αυτός που κατάγεται από την Τυρρηνία ή Ετρουρία, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Τραγ.· επίσης, Τυρσηνικός, , -όν, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Τυρσηνός, ή, όν
Tyrrhenian, Etruscan, Hes., Hdt., Trag.:—also, Τυρσηνικός, ή, όν, Aesch.