καρτός

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " opp\. ([a-zA-Z' ]+)," to " opp. $1,")

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτός Medium diacritics: καρτός Low diacritics: καρτός Capitals: ΚΑΡΤΟΣ
Transliteration A: kartós Transliteration B: kartos Transliteration C: kartos Beta Code: karto/s

English (LSJ)

ή, όν, (κείρω) A shorn smooth, opp. rough, of cloths, IG22.1514.40. II chopped, sliced, especially of the leaves of the leek, πράσον κ. Dsc.2.149, Eup.2.123; also κ. κρόμμυα Gal.10.815; τὸ κ. abs., Gp.2.6.32. (On the accent v. Hdn.Gr.1.216.)

Greek (Liddell-Scott)

καρτός: -ή, -όν, (κείρω) κεκαρμένος, λεῖος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τραχύς, ἐπὶ ὑφασμάτων ἢ ἱματίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 30, 42. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ εἰς τεμάχια ἢ κατατετμημένος, κ. κρόμμυον, Λατ. sectile porrum, Γαλην.· οὕτω, τὸ καρτόν, ἀπολ., Γεωπ. 2. 6, 32.

Greek Monolingual

καρτός, -ή, -όν (AM)
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κόψει σε τεμάχια
2. ο κομμένος σε τεμάχια
αρχ.
ο κομμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι λείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρ-τός (< θ. καρ-, συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας κερ- του κείρω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-κάρ-ην) + κατάλ. -τός (πρβλ. θαυμαστός, κλυτός)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of onion, garlic (πράσον, κρόμμυον) cut, τὸ καρτόν chive (Dsc., Gal., Gp.); also of clothes, (finely) cut? (IG 22 1514, 39f.; χλανίς, χλανίσκιον); καρτοί κεκουρευμένοι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: - Verbal adjective of κείρω (s. v.); but no form *καρτος is known. For the connection with onion cf. NHG Schnittlauch (chive) and Knoblauch (garlic), from OHG klobo-louh to OE clufu onion and OHG klioban klieben, split; Lat. sectīle porrum chive. So the etym. remains uncertain.

Frisk Etymology German

καρτός: {kartós}
Meaning: Beiwort der Zwiebel, des Lauches (πράσον, κρόμμυον) geschnitten, τὸ καρτόν Schnittlauch (Dsk., Gal., Gp.); auch von Kleidern, etwa ‘(fein) geschnitten’? (IG 22 1514, 39f.; χλανίς, χλανίσκιον); καρτοί· κεκουρευμένοι H.
Etymology: Verbaladjektiv von κείρω (s. d.); wegen der Beziehung auf die Zwiebel vgl. nhd. Schnittlauch und Knoblauch, aus ahd. klobo-louh zu ags. clufu Zwiebel und ahd. kliobanklieben, spalten’; lat. sectīle porrum Schnittlauch.
Page 1,794