καῦρος
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
(on the accent, v. Hdn.Gr.1.193), α, ον, = κακός, S.Fr. 1059.
Greek (Liddell-Scott)
καῦρος: (Ἀρκάδ. 69. 21), α, ον, = κακός, Σοφ. Ἀποσπ. 895.
Greek Monolingual
καῡρος και καυρός, -α, -ον (Α)
κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία εικασία είναι προϊόν συμφυρμού τών καύνος και παῡρος].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: = κακός (S. Fr. 1059, Phot., H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Güntert Reimwortbildingen 131 assumes a cross of παῦρος and καυνός = κακός (vgl. d. W.). Also a cross of κακός and παῦρος seems possible. For these suggestions there is no support. Nothing is certain.
Frisk Etymology German
καῦρος: {kaũros}
Grammar: = κακός (S. Fr. 1059, Phot., H.).
Etymology: Nach Güntert Reimwortbildungen 131 Kreuzung von παῦρος und καυνός = κακός (vgl. d. W.). Auch eine Kreuzung von κακός und παῦρος ließe sich denken.
Page 1,803