διαταράττω
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
French (Bailly abrégé)
att. c. διαταράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαταράττω, andere dial. dan Att. διαταράσσω, in verwarring brengen.
German (Pape)
att. = διαταράσσω.