παραπίμπλημι
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
fill, Tim.Gaz. in Ar.Byz.Epit.93.26.
Greek Monolingual
Α
παραγεμίζω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πίμπλημι «γεμίζω»].