παραλειπτέον
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
one must pass over, οὐ π. ὡς… X.Ages.8.3; οὐ π. τὰ περὶ τῆς πόλεως Isoc.Ep.2.14; οὐ π. περί τινος D.S.5.83.
Russian (Dvoretsky)
παραλειπτέον: adj. verb. к παραλείπω.
Greek (Liddell-Scott)
παραλειπτέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παραλείπω, δεῖ παραλείπειν, τῇ μεγαλοφροσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο οὐ παραλειπτέον Ξεν. Ἀγησ. 8, 3· οὐ παραλειπτέον ἐστὶ τὰ περὶ τῆς πόλεως Ἰσοκρ. 409C· οὐ π. περί τινος Διόδ. 5. 83.
Greek Monotonic
παραλειπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να παραλείψει, τι, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden.