παραλειπτέον

From LSJ
Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλειπτέον Medium diacritics: παραλειπτέον Low diacritics: παραλειπτέον Capitals: ΠΑΡΑΛΕΙΠΤΕΟΝ
Transliteration A: paraleiptéon Transliteration B: paraleipteon Transliteration C: paraleipteon Beta Code: paraleipte/on

English (LSJ)

one must pass over, οὐ π. ὡςX.Ages.8.3; οὐ π. τὰ περὶ τῆς πόλεως Isoc.Ep.2.14; οὐ π. περί τινος D.S.5.83.

Russian (Dvoretsky)

παραλειπτέον: adj. verb. к παραλείπω.

Greek (Liddell-Scott)

παραλειπτέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παραλείπω, δεῖ παραλείπειν, τῇ μεγαλοφροσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο οὐ παραλειπτέον Ξεν. Ἀγησ. 8, 3· οὐ παραλειπτέον ἐστὶ τὰ περὶ τῆς πόλεως Ἰσοκρ. 409C· οὐ π. περί τινος Διόδ. 5. 83.

Greek Monotonic

παραλειπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να παραλείψει, τι, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden.