παλίρροιβδος

Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, dashing back with a roar, Opp. H.5.220 (v.l. πᾰλίρ-ροιζος).

Greek (Liddell-Scott)

παλίρροιβδος: -ον, ὁ ὁρμῶν ὀπίσω μετὰ ῥοίβδου, μετὰ μεγάλης βοῆς, πιθ. γραφ. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 220, Λυκόφρ. 380.

Greek Monolingual

παλίρροιβδος, -ον (Α)
αυτός που ορμά προς τα πίσω με μεγάλη βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥοῖβδος «θορυβώδης κίνηση»].

German (Pape)

hin und wieder rauschend, δῖναι, Lycophr. 380.