πανδαμεί
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
πᾰν-δᾱμος, v. πανδημεί πάνδημος.
French (Bailly abrégé)
adv.
dor.
avec le peuple entier, en corps, en masse.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.
Greek (Liddell-Scott)
πανδαμεί: πάνδαμος, Δωρ. ἀντὶ πανδημεί, πάνδημος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πανδημεί.
Greek Monotonic
πανδαμεί: πάνδαμος, Δωρ. αντί πανδημεί, πάνδημος.
Russian (Dvoretsky)
πανδᾱμεί: или πανδᾱμί adv. дор. = πανδημεί.