πατάγημα
From LSJ
ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν → they were virtuous because they were sprung from virtuous men, virtuous they were because they were sprung from men of virtue
English (LSJ)
ατος, τό, rattle, metaph. of persons, Men.913.
German (Pape)
[Seite 534] τό, Geklapper, Getöse, Gelärm, wie πάταγος, Suid.
Russian (Dvoretsky)
πᾰτάγημα: ατος (τᾰ) τό гудение, шум Men.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰτάγημα: τό, πάταγος, κρότος, μεταφορ. ἐπὶ προσώπων, «πατάγημα ἀντὶ τοῦ λάλος καὶ πανοῦργος· Μένανδρος ‘οἷον πατάγημ’ ἥκεις’ «Σουΐδ.
Greek Monolingual
τὸ, Α παταγώ
1. ισχυρός κρότος, πάταγος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) (για πρόσ.) «λάλος καὶ πανοῦργος».