πεζογράφος
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, prose-writer, D.L.4.15, Sch.E.Hec.795, al.
German (Pape)
[Seite 542] Prosa schreibend, Schol. Pind. P. 1, 181.
Russian (Dvoretsky)
πεζογράφος: (ᾰ) ὁ пишущий прозой, прозаик Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πεζογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ πεζὸς συγγραφεύς, Διογ. Λ. 4. 15· ― πεζογραφέω, γράφω ἐν πεζῷ λόγῳ, αὐτόθι· ― πεζογραφία, ἡ, ὁ πεζὸς λόγος, Εὐστ. 1753. 29.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ο συγγραφέας πεζών και ιδίως λογοτεχνικών έργων, σε αντιδιαστολή με τον συγγραφέα έμμετρων έργων, τον ποιητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -γράφος].