πληκτός
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
πληκτή, πληκτόν, beaten, χαλκώματα dub. in Man.5.164.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Μ πλήσσω
χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά»).