πολυηδής
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ές, very pleasant, Hdn.Gr.2.689.
Greek Monolingual
-ές, Α
πολύ ηδύς, πολύ ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηδής (< ἧδος, τὸ < ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»), πρβλ. μελιηδής].