πολύνοος
From LSJ
English (LSJ)
πολύνοον, contr. πολύνους, πολύνουν, thoughtful, opp. πολύλαλος, Plot.6.2.21, cf. Porph.Plot.14; profound, τὸ πολύνουν τῆς Πυθαγορικῆς βαθύτητος Hierocl.in CA26p.480M., cf. Iamb. in Nic.p.5 P. Adv. πολύνως Poll.2.230.
German (Pape)
[Seite 667] zsgzgn πολύνους, viel nachdenkend, Sp., wie Eust. – Adv. πολύνως, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
πολύνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἔχων πολὺν νοῦν, συνετός, Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. 418C, κτλ. Ἐπίρρ. πολύνως, Πολυδ. Β΄, 230.