προΐστωρ
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
-ορος, ὁ, witness, in plural, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 726] ορος, ὁ, der Vorherwisser, der Zeuge, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
προΐστωρ: -ορος, ὁ, ὁ γινώσκων ἐκ τῶν προτέρων, «προΐστορες· προμαρτυροῦντες» Φώτ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ΜΑ
αυτός που γνωρίζει κάτι εκ τών προτέρων
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «προΐστορες
προμαρτυροῦν
τες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἵστωρ].