προαποπίπτω
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
fall off early, Thphr. HP 3.7.3.
German (Pape)
[Seite 708] (s. πίπτω), vorher abfallen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προαποπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἀποπίπτω πρότερον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 3.
Greek Monolingual
Α
πέφτω πρόωρα («συκῆ καὶ τὰ ἐρινὰ τὰ προαποπίπτοντα», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὰποπίπτω «πέφτω από κάπου»].