ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Full diacritics: προσᾰλίγκιος | Medium diacritics: προσαλίγκιος | Low diacritics: προσαλίγκιος | Capitals: ΠΡΟΣΑΛΙΓΚΙΟΣ |
Transliteration A: prosalínkios | Transliteration B: prosalinkios | Transliteration C: prosaligkios | Beta Code: prosali/gkios |
προσαλίγκιον, like, Nic.Th.739.
[Seite 748] ähnlich, Nic. Ther. 739, nach Schneider für παναλίγκιος.
προσᾰλίγκιος: -ον, ὅμοιος, Νικ. Θηρ. 739.
-ον, Α
όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀλίγκιος «αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος»].