προσήλωσις
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
-εως, ἡ, nailing on or to, Apollod.Poliorc.155.12, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 764] ἡ, das Annageln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσήλωσις: ἡ, κάρφωμα ἐπί τινος, Ἀπολλ. Πολιορκ. σ. 22· σταύρωσις, Εὐσ., κλπ.