πρωτόκουρος

From LSJ
Revision as of 15:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόκουρος Medium diacritics: πρωτόκουρος Low diacritics: πρωτόκουρος Capitals: ΠΡΩΤΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: prōtókouros Transliteration B: prōtokouros Transliteration C: protokouros Beta Code: prwto/kouros

English (LSJ)

ον, (κείρω) first cut, of clover, Arist.HA595b28.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst geschoren, beschnitten, Arist. H. A. 8, 8.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόκουρος: впервые сжатый или скошенный (sc. πόα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόκουρος: -ον, (κείρω) ὁ πρῶτος καρείς, θερισθείς, ἐπὶ τοῦ τριφυλλίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για το τριφύλλι) αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. ψιλό-κουρος].