σκύνιον
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
[ῠ], τό, skin above the eyes, Nic.Th.177,443, Poll.2.66 (all pl.); cf. ἐπισκύνιον.
German (Pape)
[Seite 908] τό, die Haut oberhalb des Auges, an der die Augenbrauen sitzen, gew. im plur., Nic. Ther. 177. 443, viel gebräuchlicher sedoch ist die Zusammensetzung ἐπισκύνιον, w. m. s.
Russian (Dvoretsky)
σκύνιον: τό Anth. = ἐπισκύνιον.
Greek (Liddell-Scott)
σκύνιον: [ῠ], τό, (σκύζω) τὸ ὑπὲρ τοὺς ὀφθαλμοὺς δέρμα, Νικ. Θηρ. 177, 443, Πολυδ. Β΄, 66, ἐν τῷ πληθ.· πρβλ. ἐπισκύνιον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το δέρμα που βρίσκεται πάνω από τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἐπισκύνιον.