σπάτειος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (σπάτος) of a skin or leather, Hsch.
German (Pape)
[Seite 918] von Fell od. Leder, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σπάτειος: [ᾰ], -ον, (σπάτος) ὁ ἐκ σπάτους, δερμάτινος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α σπάτος
δερμάτινος.