σιλφιωτός
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ή, όν, prepared with silphium, Ar.Fr.130.
German (Pape)
[Seite 882] mit Silphion bereitet, Ar. bei Poll. 6, 69.
Russian (Dvoretsky)
σιλφιωτός: приправленный сильфием Arph.
Greek (Liddell-Scott)
σιλφιωτός: -ή, -όν, ὁ διὰ σιλφίου παρασκευασμένος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 180.