στεπτός

From LSJ
Revision as of 09:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεπτός Medium diacritics: στεπτός Low diacritics: στεπτός Capitals: ΣΤΕΠΤΟΣ
Transliteration A: steptós Transliteration B: steptos Transliteration C: steptos Beta Code: stepto/s

English (LSJ)

ή, όν, (στέφω) crowned, prob. l. in APl.4.306 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 936] bekränzt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
couronné.
Étymologie: στέφω.

Greek (Liddell-Scott)

στεπτός: -ή, -όν, (στέφω) ἐστεμμένος, πιθαν. γραφ. ἐν Ἀνθ. Πλαν. 306.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στέφω
αυτός που έχει στεφθεί, εστεμμένος.

Greek Monotonic

στεπτός: -ή, -όν (στέφω), στεφανωμένος, εστεμμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

στεπτός, ή, όν στέφω
crowned, Anth.