συνυποπτεύω

From LSJ
Revision as of 16:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποπτεύω Medium diacritics: συνυποπτεύω Low diacritics: συνυποπτεύω Capitals: ΣΥΝΥΠΟΠΤΕΥΩ
Transliteration A: synypopteúō Transliteration B: synypopteuō Transliteration C: synypopteyo Beta Code: sunupopteu/w

English (LSJ)

suspect, Plb.14.4.8.

Russian (Dvoretsky)

συνυποπτεύω: одновременно подозревать Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποπτεύω: ὑποπτεύω ὁμοῦ, Πολύβ. 14. 4, 8. ― Ἴδε Κόντου. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 19.

Greek Monolingual

Α
υποψιάζομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποπτεύω «υποψιάζομαι»].