φλοιόρριζος

From LSJ
Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλοιόρριζος Medium diacritics: φλοιόρριζος Low diacritics: φλοιόρριζος Capitals: ΦΛΟΙΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: phloiórrizos Transliteration B: phloiorrizos Transliteration C: floiorrizos Beta Code: floio/rrizos

English (LSJ)

ον, having roots covered with coats of rind: τὰ φ. bulbous plants, Thphr. Od.63.

Greek (Liddell-Scott)

φλοιόρριζος: -ον, ὁ ἔχων ῥίζας κεκαλυμμένας διὰ φλοιοῦ· τὰ φλοιόρριζα, τὰ βολβώδη φυτά, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 63.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για φυτό) αυτός που έχει ρίζες αποτελούμενες από αλλεπάλληλα στρώματα φλοιού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φλοιόρριζα
τα βολβόρριζα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σαρκό-ρριζος].

German (Pape)

mit rindenartiger Wurzel; τὰ φλοιόρριζα, die Bollengewächse, deren Wurzeln aus mehreren über einander liegenden Häuten, Schalen bestehen, Theophr.