χηροσύνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, bereavement, widowhood, Epigr. Gr.370 (Cotiaeum), 574; χ. πόσιος A.R.4.1064: pl., Man.3.82.
German (Pape)
[Seite 1354] ἡ, Beraubtheit, Verlassenheit, bes. πόσιος, Ap. Rh. 5, 1064, Wittwenstand.
Greek (Liddell-Scott)
χηροσύνη: ἡ, στέρησις συζύγου, χηρεία, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 370, 574, κ. ἀλλ.· χ. πόσιος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1046.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
στέρηση συζύγου, χηρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + κατάλ. -σύνη].