χυμώδης

From LSJ
Revision as of 12:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῡμώδης Medium diacritics: χυμώδης Low diacritics: χυμώδης Capitals: ΧΥΜΩΔΗΣ
Transliteration A: chymṓdēs Transliteration B: chymōdēs Transliteration C: chymodis Beta Code: xumw/dhs

English (LSJ)

χυμώδες, like juice, juicy, Sch.Nic.Th.733.

German (Pape)

[Seite 1385] ες, saftartig, Schol. Nic. Th. 729.

Greek (Liddell-Scott)

χῡμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χυμόν, πλήρης χυμοῦ ἢ ὀποῦ, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 733.

Greek Monolingual

-ες / χυμώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χυμός
1. γεμάτος χυμό, εύχυμος, ζουμερός («χυμώδεις καρποί»)
2. όμοιος με χυμό στη σύσταση
νεοελλ.
1. νόστιμος, εύγευστος
2. μτφ. (ιδίως για γυναίκα) ευτραφής.