χρῶσις
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
English (LSJ)
εως, ἡ, colouring, tinting, Dsc.5.112, Poll.7.169, PLeid.X.15B.; χ. λαμβάνειν Epicur.Ep.2p.51U.
German (Pape)
[Seite 1384] ἡ, 1) das Berühren. – 2) das Färben, Abfärben, Sp.
Russian (Dvoretsky)
χρῶσις: εως ἡ χρώζω окраска Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
χρῶσις: -εως, ἡ, χρωματισμός, χρωμάτισμα, Πολυδ. Ζ΄, 169· χρ. λαμβάνειν Διογ. Λαέρτ. 10. 109.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. χρώση.